Πηγαίνοντας μια Κυριακή
στην Εκκλησία της σκήτης ο Αββάς Μακάριος, πού είχε χάρισμα από τον Θεό
να διακρίνει με τα μάτια της ψυχής, όσα οι άλλοι δεν έβλεπαν με τα
σωματικά τους μάτια, είδε την καλύβα κάποιου Μοναχού τριγυρισμένη από
πονηρά πνεύματα. Πολλά είχαν τη μορφή παιδιών, πού έκαναν κάθε λογής
αταξία. Άλλα έμοιαζαν με άσεμνες γυναίκες. Χόρευαν, πηδούσαν κι έκαναν
διάφορα ανόητα καμώματα…
Χωρίς άλλο, συλλογίσθηκε ο Όσιος, έχει κυριευθεί από αμέλεια ο Αδελφός, γι αυτό έχουν τόσο θάρρος μαζί του οι δαίμονες.
Σαν τελείωσε η Λειτουργία, πήγε καί χτύπησε την πόρτα του Μοναχού:
- Ήλθα να σου ζητήσω μια χάρη, του είπε. Μετά χαράς, Αββά, αν περνά από το χέρι μου.
Βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια καί θέλω να προσευχηθείς για μένα στον Κύριο να με ανακούφιση.
Χωρίς άλλο, συλλογίσθηκε ο Όσιος, έχει κυριευθεί από αμέλεια ο Αδελφός, γι αυτό έχουν τόσο θάρρος μαζί του οι δαίμονες.
Σαν τελείωσε η Λειτουργία, πήγε καί χτύπησε την πόρτα του Μοναχού:
- Ήλθα να σου ζητήσω μια χάρη, του είπε. Μετά χαράς, Αββά, αν περνά από το χέρι μου.
Βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια καί θέλω να προσευχηθείς για μένα στον Κύριο να με ανακούφιση.