Ὁ μακαρίτης πνευματικὸς ἀπὸ τὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, παπα-Νικόδημος,
μοῦ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία, παρμένη ἀπὸ πατερικὰ Ἁγιορείτικα
χειρόγραφα.
Ἕνας πιστὸς χριστιανός, πήγαινε ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια στὸν πνευματικό του
καὶ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες του. Μιὰ μέρα ὅμως, ὅπως
συνήθιζε, πῆγε στὸν πνευματικό του νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ ἀνοίγοντας τὴν
πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του βρῆκε τὸν πνευματικὸ νὰ πορνεύει μὲ μία γυναῖκα.
Ἀμέσως βγῆκε ἔξω καὶ φεύγοντας εἶπε στὸν ἑαυτό του: «ἄχ, τί ἔπαθα
ἀλοίμονο σὲ μένα, ἐγὼ ἔχω τόσα χρόνια ποὺ ἐξομολογοῦμαι σ᾿ αὐτόν, καὶ
τώρα τί θὰ κάνω; Θὰ κολασθῶ; διότι ὅσα ἁμαρτήματα καὶ ἂν μοῦ συγχώρησε,
ἐφόσον εἶναι τόσον ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, εἶναι, τί εἶναι; εἶναι ὅλα
ἀσυγχώρητα», ἔλεγε καὶ χτυπιόταν ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε
καὶ δὲν ἤξερε τί πρέπει νὰ κάνει.
μοῦ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία, παρμένη ἀπὸ πατερικὰ Ἁγιορείτικα
χειρόγραφα.
Ἕνας πιστὸς χριστιανός, πήγαινε ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια στὸν πνευματικό του
καὶ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες του. Μιὰ μέρα ὅμως, ὅπως
συνήθιζε, πῆγε στὸν πνευματικό του νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ ἀνοίγοντας τὴν
πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του βρῆκε τὸν πνευματικὸ νὰ πορνεύει μὲ μία γυναῖκα.
Ἀμέσως βγῆκε ἔξω καὶ φεύγοντας εἶπε στὸν ἑαυτό του: «ἄχ, τί ἔπαθα
ἀλοίμονο σὲ μένα, ἐγὼ ἔχω τόσα χρόνια ποὺ ἐξομολογοῦμαι σ᾿ αὐτόν, καὶ
τώρα τί θὰ κάνω; Θὰ κολασθῶ; διότι ὅσα ἁμαρτήματα καὶ ἂν μοῦ συγχώρησε,
ἐφόσον εἶναι τόσον ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, εἶναι, τί εἶναι; εἶναι ὅλα
ἀσυγχώρητα», ἔλεγε καὶ χτυπιόταν ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε
καὶ δὲν ἤξερε τί πρέπει νὰ κάνει.